σύσσημο

σύσσημο
το / σύσσημον ΝΑ
διακριτικό σήμα, σύμβολο
αρχ.
1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων
ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ)
2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά
3. διακριτικό σημάδι, παράσημο («τοῑς τῆς ἀρχῆς συσσήμοις κοσμήσαντα τὸ σῶμα», Διόδ.)
4. ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -σημον (ουδ. τού -σημος < σήμα), πρβλ. παρά-σημον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”